ρήμα “reside”
απαρέμφατο reside; αυτός resides; αόριστος resided; μετοχή αορ. resided; μετοχή ενεστ. residing
- διαμένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After retiring, they decided to reside in a quiet village by the sea.
- υπάρχω (ως χαρακτηριστικό)
The power to make laws resides within the legislative body of the government.
- καθιζάνω
The pollutants from the factory smokestacks eventually reside at the bottom of the lake.