ουσιαστικό “gear”
ενικός gear, πληθυντικός gears ή μη μετρήσιμο
- σχέση (ταχυτήτων)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Before climbing the steep hill, she shifted her car into a lower gear to give the engine more power.
- γρανάζι
The broken gear in the clock mechanism caused the hands to stop moving.
- εξοπλισμός (για αθλήματα ή υπαίθριες δραστηριότητες)
He packed all his skiing gear, including his boots and helmet, for the trip to the mountains.
- προσγειωτικός εξοπλισμός
The pilot successfully performed an emergency landing after the plane's gear failed to deploy.
ρήμα “gear”
απαρέμφατο gear; αυτός gears; αόριστος geared; μετοχή αορ. geared; μετοχή ενεστ. gearing
- προσαρμόζω (για συγκεκριμένη ομάδα ή σκοπό)
The new educational program is geared towards both students and working professionals.