·

fintech (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “fintech”

ενικός fintech, πληθυντικός fintechs
  1. χρηματοοικονομική τεχνολογία
    Advances in fintech are changing how people manage their money.
  2. εταιρεία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (που παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες)
    Many fintechs offer mobile payment solutions.