ουσιαστικό “guitar”
ενικός guitar, πληθυντικός guitars
- κιθάρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She gently plucked the strings of her guitar, filling the room with a soft melody.