·

guided (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
guide (ρήμα)

επίθετο “guided”

βασική μορφή guided, μη βαθμ.
  1. ξεναγούμενος
    We took a guided hike through the national park to learn about the local wildlife.
  2. ελεγχόμενος (με σύστημα που κατευθύνει την κίνησή του)
    The military deployed a guided missile to ensure precision in hitting the target.