ρήμα “perform”
απαρέμφατο perform; αυτός performs; αόριστος performed; μετοχή αορ. performed; μετοχή ενεστ. performing
- εκτελώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The surgeon performed a complicated operation to save the patient's life.
- εμφανίζομαι (σε κοινό)
The famous actor will perform in the new play at the theater downtown.
- λειτουργώ
Despite its age, the old car still performs very well.
- ανταποκρίνομαι (σεξουαλικά)
The doctor asked if he was able to perform with no difficulties.
- εκπληρώνω (συμβατικές υποχρεώσεις)
Under the agreement, the contractor is required to perform by the end of the month.