·

trades (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
trade (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “trades”

trades, μόνο πληθυντικός
  1. επαγγελματικά περιοδικά
    The actor's new role was announced in the trades today.
  2. οι αληγείς άνεμοι· σταθεροί άνεμοι που πνέουν προς τον ισημερινό από τα βορειοανατολικά και τα νοτιοανατολικά
    The sailors used the trades to speed up their journey across the ocean.