·

reporting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
report (ρήμα)

ουσιαστικό “reporting”

ενικός reporting, μη μετρήσιμο
  1. αναφορά (η διαδικασία προετοιμασίας επίσημων αναφορών ή εγγράφων· το τμήμα που ασχολείται με αυτό)
    The manager emphasized the importance of accurate financial reporting.