ρήμα “avoid”
απαρέμφατο avoid; αυτός avoids; αόριστος avoided; μετοχή αορ. avoided; μετοχή ενεστ. avoiding
- αποτρέπω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She tried to avoid conflict by calmly discussing the issue.
- αποφεύγω (να κάνω κάτι)
She avoided looking at the messy room because it made her feel stressed.
- αποφεύγω (κάποιον)
He avoided his ex-girlfriend by taking a different route to work.
- αποφεύγω (κάτι επιβλαβές)
She quickly avoided the falling branch.
- αποφεύγω (για να μην συγκρουστώ)
She quickly turned the bike to avoid a child running across the street.