επίθετο “foreign”
βασική μορφή foreign, μη βαθμ.
- ξένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She enjoyed trying foreign foods when she traveled abroad.
- ξένη (γλώσσα)
She loves learning foreign languages like Spanish and French.
- ξένος (σχετικά με το σώμα)
The immune system attacks foreign substances that enter the body.
- άγνωστος
The new rules were foreign to the employees, who found them confusing and unusual.