επίθετο “unrelated”
βασική μορφή unrelated, μη βαθμ.
- ασύνδετος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She brought up two unrelated topics during the meeting, making it hard to follow her point.
- μη συγγενής
Despite sharing the same last name, we are completely unrelated.