·

smoother (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
smooth (επίθετο)

ουσιαστικό “smoother”

ενικός smoother, πληθυντικός smoothers
  1. εργαλείο που κάνει μια επιφάνεια λεία
    He used a smoother to remove the wrinkles from the fabric.