·

day (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “day”

ενικός day, πληθυντικός days
  1. ημέρα (όταν είναι φως έξω λόγω του ήλιου)
    The children played outside on a sunny day, enjoying the daylight until sunset.
  2. 24ωρο
    We planned a short trip for two days to explore the nearby city.
  3. εργάσιμη ημέρα (για τον χρόνο που περνά κανείς εργαζόμενος ή στο σχολείο)
    She usually spends her days teaching at the local elementary school.
  4. εποχή (για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή εποχή)
    Shakespeare's plays were incredibly popular in his day, captivating audiences with their wit and drama.