ουσιαστικό “day”
ενικός day, πληθυντικός days
- ημέρα (όταν είναι φως έξω λόγω του ήλιου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children played outside on a sunny day, enjoying the daylight until sunset.
- 24ωρο
We planned a short trip for two days to explore the nearby city.
- εργάσιμη ημέρα (για τον χρόνο που περνά κανείς εργαζόμενος ή στο σχολείο)
She usually spends her days teaching at the local elementary school.
- εποχή (για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή εποχή)
Shakespeare's plays were incredibly popular in his day, captivating audiences with their wit and drama.