ουσιαστικό “womb”
ενικός womb, πληθυντικός wombs
- μήτρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the ultrasound, the doctor pointed out the baby moving in its mother's womb.
- κοιλία (σε μεταφορική χρήση για τον τόπο που γεννιέται κάτι)
The artist's studio was a womb of creativity, where countless ideas were born and nurtured into masterpieces.