·

sealed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
seal (ρήμα)

επίθετο “sealed”

βασική μορφή sealed, μη βαθμ.
  1. ασφαλτοστρωμένος
    The village was finally connected to the nearest town by a sealed road, making travel much easier.