ρήμα “teach”
απαρέμφατο teach; αυτός teaches; αόριστος taught; μετοχή αορ. taught; μετοχή ενεστ. teaching
- διδάσκω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The instructor teaches the students how to play the piano.
- διδάσκω (ως επάγγελμα)
She teaches at the local college.
- διδάσκω (ως μάθημα)
Losing the game taught them the importance of teamwork.
- δίνω μάθημα (μέσω εμπειρίας)
I'll teach you what it's like to break the rules!