επίθετο “previous”
βασική μορφή previous, μη βαθμ.
- προηγούμενος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She found her lost earring under the couch, right where she had sat the previous day.