·

lambent (EN)
επίθετο

επίθετο “lambent”

βασική μορφή lambent (more/most)
  1. αχνός
    The lambent moonlight filtered through the curtains, bathing the room in a cool, ethereal light.
  2. διακριτικά ευφυής (ή διακριτικά πνευματώδης, αν θέλουμε να τονίσουμε το χιούμορ)
    His lambent humor always lightened the mood at meetings, making even the driest topics more palatable.