επίθετο “northern”
βασική μορφή northern (more/most)
- βόρειος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The northern entrance of the park is less crowded than the southern one.
- βορεινός (όταν αναφέρεται σε άνεμο)
The northern wind brought a sudden drop in temperature overnight.
- βόρειος (συνήθως σε σχέση με την Αγγλία)
She had a warm, northern accent that reminded him of his hometown in Yorkshire.