·

ballet (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ballet”

ενικός ballet, πληθυντικός ballets ή μη μετρήσιμο
  1. μπαλέτο
    She has been practicing ballet since she was five years old.
  2. παράσταση μπαλέτου
    We watched a beautiful ballet that told the story of a princess and a dragon.