ουσιαστικό “ballet”
ενικός ballet, πληθυντικός ballets ή μη μετρήσιμο
- μπαλέτο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She has been practicing ballet since she was five years old.
- παράσταση μπαλέτου
We watched a beautiful ballet that told the story of a princess and a dragon.