·

interior (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “interior”

βασική μορφή interior (more/most)
  1. εσωτερικός
    The interior walls of the old castle were damp and cold.
  2. ενδοχώρα
    They moved to an interior town to escape the busy life of the city.

ουσιαστικό “interior”

ενικός interior, πληθυντικός interiors
  1. εσωτερικό
    The interior of the house was beautifully decorated with paintings and sculptures.
  2. ενδοχώρα (κεντρική περιοχή χώρας)
    The explorers ventured deep into the interior in search of new species.
  3. εσωτερικό (στα μαθηματικά, το σύνολο των σημείων μέσα σε ένα σχήμα ή περιοχή, εξαιρουμένου του ορίου)
    The interior of a closed interval is the corresponding open interval.