επίθετο “interior”
βασική μορφή interior (more/most)
- εσωτερικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The interior walls of the old castle were damp and cold.
- ενδοχώρα
They moved to an interior town to escape the busy life of the city.
ουσιαστικό “interior”
ενικός interior, πληθυντικός interiors
- εσωτερικό
The interior of the house was beautifully decorated with paintings and sculptures.
- ενδοχώρα (κεντρική περιοχή χώρας)
The explorers ventured deep into the interior in search of new species.
- εσωτερικό (στα μαθηματικά, το σύνολο των σημείων μέσα σε ένα σχήμα ή περιοχή, εξαιρουμένου του ορίου)
The interior of a closed interval is the corresponding open interval.