·

chronological (EN)
επίθετο

επίθετο “chronological”

βασική μορφή chronological, μη βαθμ.
  1. χρονολογικός
    Please submit your employment history in a chronological list, starting with your first job.
  2. χρονολογικός (σχετικός με την έννοια του χρόνου ή της ηλικίας)
    His chronological age is lower than his biological age.