επίθετο “chronological”
βασική μορφή chronological, μη βαθμ.
- χρονολογικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Please submit your employment history in a chronological list, starting with your first job.
- χρονολογικός (σχετικός με την έννοια του χρόνου ή της ηλικίας)
His chronological age is lower than his biological age.