·

boar (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “boar”

ενικός boar, πληθυντικός boars
  1. αγριόχοιρος
    While hiking in the forest, we spotted a boar rummaging through the underbrush.
  2. κάπρος (αρσενικός χοίρος)
    The farmer kept a large boar in a separate pen from the other pigs.