ουσιαστικό “boar”
ενικός boar, πληθυντικός boars
- αγριόχοιρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
While hiking in the forest, we spotted a boar rummaging through the underbrush.
- κάπρος (αρσενικός χοίρος)
The farmer kept a large boar in a separate pen from the other pigs.