·

sealing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
seal (ρήμα)

ουσιαστικό “sealing”

ενικός [s], πληθυντικός [p]
  1. σφράγιση
    Every spring, the small coastal village prepares for the annual sealing expedition.