ουσιαστικό “canvas”
ενικός canvas, πληθυντικός canvases ή μη μετρήσιμο
- καμβάς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The boat's sails were made from tough canvas.
- καμβάς (για ζωγραφική)
The artist worked on a large canvas for his latest project.
- καμβάς (ζωγραφικός πίνακας)
The gallery displayed several famous canvases.
- καμβάς (υπόβαθρο)
The city became a canvas for his imagination.
- καμβάς (υπολογιστών)
She drew shapes on the canvas in the drawing application.
- πανιά
The captain ordered the crew to set more canvas to catch the wind.
ρήμα “canvas”
απαρέμφατο canvas; αυτός canvases; αόριστος canvased; μετοχή αορ. canvased; μετοχή ενεστ. canvasing
- καλύπτω με καμβά
They canvased the boat to protect it from the rain.