επίθετο “current”
βασική μορφή current (more/most)
- τρέχων
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I like to stay updated on current events around the world.
- τρέχων (δημοφιλής)
Slang words like "groovy" are no longer current.
ουσιαστικό “current”
ενικός current, πληθυντικός currents ή μη μετρήσιμο
- ρεύμα
The swimmers struggled against the strong current in the river.
- ρεύμα (ηλεκτρικό)
The circuit was designed to handle high electrical current.
- ρεύμα (τάση)
There is a current of optimism in the company after the recent success.