ουσιαστικό “group”
ενικός group, πληθυντικός groups
- ομάδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher asked the students to form a group for the science project.
- σύλλογος
The students worked in a study group to prepare for the exam.
- συγκρότημα
The rock group is performing at the concert tonight.
- όμιλος
The tech group owns several software and hardware companies around the globe.
- ομάδα (μαθηματικά)
In algebra, the set of integers with addition forms a group.
- ομάδα (περιοδικός πίνακας)
Oxygen and sulfur are both in Group 16 of the periodic table.
- ομάδα (χημεία)
The hydroxyl group in alcohols makes them soluble in water.
- ομάδα (υπολογιστές)
The IT department created a new group to give all team members the same access to the shared project files.
ρήμα “group”
απαρέμφατο group; αυτός groups; αόριστος grouped; μετοχή αορ. grouped; μετοχή ενεστ. grouping
- ομαδοποιώ
The teacher grouped the students by their favorite subjects for the project.
- ομαδοποιούμαι
The students grouped together to work on the project.