·

salt (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “salt”

ενικός salt, πληθυντικός salts ή μη μετρήσιμο
  1. αλάτι
    She sprinkled salt on her fries to make them taste better.
  2. άλας
    Table salt is a common example of a salt formed when hydrochloric acid reacts with sodium hydroxide.
  3. (στην κρυπτογραφία) επιπλέον δεδομένα που προστίθενται σε ένα μήνυμα πριν κρυπτογραφηθεί για να δυσκολέψει την αποκωδικοποίηση
    Before storing passwords, the system adds a unique salt to each one to enhance security.
  4. ιντερνετική αργκό για την έκφραση απογοήτευσης, θυμού ή έντονου διαλόγου
    The comment section was full of salt after the game update nerfed everyone's favorite character.
  5. (μεταφορικά) η ανάγκη να βλέπουμε κάτι με αμφιβολία και κοινή λογική
    When reading online reviews, it's wise to take them with a pinch of salt.

επίθετο “salt”

βασική μορφή salt, μη βαθμ.
  1. (για το νερό) αλμυρό, που περιέχει αλάτι
    The fish in the lake couldn't survive because it had turned into salt water.
  2. (για τρόφιμα) διατηρημένα με αλάτι
    The fisherman prepared salt fish to last through the winter.
  3. καλυμμένος από θαλασσινό νερό (για γη, χωράφια κλπ.)
    The salt fields near the coast are often covered with seawater during high tide.

ρήμα “salt”

απαρέμφατο salt; αυτός salts; αόριστος salted; μετοχή αορ. salted; μετοχή ενεστ. salting
  1. αλατίζω
    She carefully salted the popcorn before serving it.
  2. να χρησιμοποιείς αλάτι για να διατηρείς το φαγητό από το να χαλάσει
    They salted the meat to keep it from spoiling.
  3. προσθέτω κάτι σε μικρές ποσότητες σε όλη την έκταση κάποιου άλλου πράγματος
    She salted her speech with humorous anecdotes to keep the audience engaged.
  4. να τοποθετήσετε επιπλέον δεδομένα σε ένα μήνυμα πριν το κρυπτογραφήσετε για να κάνετε την αποκωδικοποίησή του πιο δύσκολη
    Before storing the passwords, the system salts them to enhance security against hackers.