ουσιαστικό “border”
ενικός border, πληθυντικός borders ή μη μετρήσιμο
- σύνορα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The river acts as a natural border between the two countries.
- άκρη
She planted roses along the border of her garden to create a natural fence.
- περίγραμμα (σε διακοσμητικό πλαίσιο)
The tablecloth had a delicate lace border that added elegance to the dining room.
- περίγραμμα (σε υπολογιστές)
I added a blue border to the chart to make it stand out in the presentation.
ρήμα “border”
απαρέμφατο border; αυτός borders; αόριστος bordered; μετοχή αορ. bordered; μετοχή ενεστ. bordering
- συνορεύει
France borders Spain to the south.
- πλαισιώνει
Tall trees bordered the lake, creating a natural barrier.