·

phrasing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
phrase (ρήμα)

ουσιαστικό “phrasing”

ενικός phrasing, πληθυντικός phrasings ή μη μετρήσιμο
  1. διατύπωση
    The phrasing of her apology was so sincere that it immediately eased the tension in the room.
  2. φραστική (στη μουσική)
    The pianist's unique phrasing brought an emotional depth to the familiar melody.