·

phrase (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “phrase”

ενικός phrase, πληθυντικός phrases
  1. φράση (με διαφορετική σημασία από τις λέξεις ξεχωριστά)
    By the way, did you know that "by the way" is a phrase?
  2. φράση (στη γραμματική)
    The phrase "under the bed" tells us where the cat is hiding.
  3. μουσική φράση
    The violinist played a beautiful phrase that stood out in the symphony.
  4. χορευτική φράση
    The dancer practiced each phrase carefully to perfect the entire routine.

ρήμα “phrase”

απαρέμφατο phrase; αυτός phrases; αόριστος phrased; μετοχή αορ. phrased; μετοχή ενεστ. phrasing
  1. διατυπώνω
    She carefully phrased her question to avoid offending anyone.
  2. φραζάρω (στη μουσική)
    The violinist phrased beautifully, making the melody flow smoothly.
  3. οργανώνω σε φράσεις (στη μουσική)
    The music teacher showed us how to phrase the melody to make it sound more expressive.