ρήμα “worry”
απαρέμφατο worry; αυτός worries; αόριστος worried; μετοχή αορ. worried; μετοχή ενεστ. worrying
- ανησυχώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I can't help worrying about whether I locked the door when we left the house.
- αγχώνω
The constant noise from the construction site worries the residents in the neighborhood.
- ενοχλώ
The older kids at school keep worrying the younger ones for lunch money.
- ταλαιπωρώ (με την έννοια του να κουνάω ή να τραντάζω από το λαιμό, όπως κάνει ένας σκύλος ή λύκος στο θήραμά του)
The farmer caught a stray dog worrying his chickens in the barnyard.
ουσιαστικό “worry”
ενικός worry, πληθυντικός worries ή μη μετρήσιμο
- ανησυχία
Her worry about the job interview kept her awake all night.
- αιτία ανησυχίας
His biggest worry was whether he would make it to the airport on time.