·

worry (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “worry”

απαρέμφατο worry; αυτός worries; αόριστος worried; μετοχή αορ. worried; μετοχή ενεστ. worrying
  1. ανησυχώ
    I can't help worrying about whether I locked the door when we left the house.
  2. αγχώνω
    The constant noise from the construction site worries the residents in the neighborhood.
  3. ενοχλώ
    The older kids at school keep worrying the younger ones for lunch money.
  4. ταλαιπωρώ (με την έννοια του να κουνάω ή να τραντάζω από το λαιμό, όπως κάνει ένας σκύλος ή λύκος στο θήραμά του)
    The farmer caught a stray dog worrying his chickens in the barnyard.

ουσιαστικό “worry”

ενικός worry, πληθυντικός worries ή μη μετρήσιμο
  1. ανησυχία
    Her worry about the job interview kept her awake all night.
  2. αιτία ανησυχίας
    His biggest worry was whether he would make it to the airport on time.