ουσιαστικό “loan”
ενικός loan, πληθυντικός loans
- δάνειο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He got a loan from the bank to start his business.
- δανεισμός
She offered me the loan of her umbrella when it started to rain.
ρήμα “loan”
απαρέμφατο loan; αυτός loans; αόριστος loaned; μετοχή αορ. loaned; μετοχή ενεστ. loaning
- δανείζω
The bank loaned him the money to buy a house.