·

succeed (EN)
ρήμα

ρήμα “succeed”

απαρέμφατο succeed; αυτός succeeds; αόριστος succeeded; μετοχή αορ. succeeded; μετοχή ενεστ. succeeding
  1. επιτυγχάνω
    She studied hard for weeks and succeeded in passing her driving test on the first try.
  2. διαδέχομαι
    Daylight succeeds darkness as the earth rotates.
  3. κληρονομώ (σε περίπτωση θέσης ή τίτλου) / αναλαμβάνω (σε περίπτωση ρόλου ή καθήκοντος)
    After the queen died, her protégé succeeded her as the head of the state.