·

pleased (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
please (ρήμα)

επίθετο “pleased”

βασική μορφή pleased (more/most)
  1. ικανοποιημένος (για άνδρες), ικανοποιημένη (για γυναίκες), ικανοποιημένο (για ουδέτερο)
    She was very pleased with the surprise birthday party her friends organized for her.