·

please (EN)
ρήμα, επίρρημα

ρήμα “please”

απαρέμφατο please; αυτός pleases; αόριστος pleased; μετοχή αορ. pleased; μετοχή ενεστ. pleasing
  1. ευχαριστώ
    The colorful balloons pleased the children at the birthday party.
  2. θέλω (όταν κάποιος λέει "όπως θέλετε" ή "όπως προτιμάτε")
    He lives alone and spends his days as he pleases, without concern for a schedule.

επίρρημα “please”

please (more/most)
  1. παρακαλώ
    Could you please lower the volume?
  2. εντάξει (όταν κάποιος λέει "εντάξει, ας το κάνουμε έτσι")
    Would you like some more tea?" "Yes, please.