ρήμα “please”
απαρέμφατο please; αυτός pleases; αόριστος pleased; μετοχή αορ. pleased; μετοχή ενεστ. pleasing
- ευχαριστώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The colorful balloons pleased the children at the birthday party.
- θέλω (όταν κάποιος λέει "όπως θέλετε" ή "όπως προτιμάτε")
He lives alone and spends his days as he pleases, without concern for a schedule.
επίρρημα “please”
- παρακαλώ
Could you please lower the volume?
- εντάξει (όταν κάποιος λέει "εντάξει, ας το κάνουμε έτσι")
Would you like some more tea?" "Yes, please.