·

settle (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “settle”

απαρέμφατο settle; αυτός settles; αόριστος settled; μετοχή αορ. settled; μετοχή ενεστ. settling
  1. διευθετώ
    After talking to each other, we managed to settle the argument.
  2. διακανονίζω (στο δίκαιο, να ολοκληρωθεί μια αγωγή με συμφωνία των μερών)
    The company decided to settle rather than go to trial.
  3. οριστικοποιώ
    Let's settle the details of the trip before we book the tickets.
  4. εγκαθίσταμαι (σε μόνιμη βάση)
    Many people settled in the west during the Gold Rush.
  5. βολεύομαι
    After the long day, they settled into their new sofa.
  6. εξοφλώ
    He settled his outstanding credit card balance.
  7. σταματώ
    The bird settled on the branch.
  8. κατακάθομαι
    The sand settled at the bottom of the aquarium.

ουσιαστικό “settle”

ενικός settle, πληθυντικός settles
  1. ξύλινος πάγκος με μπράτσα, ψηλή πλάτη και αποθηκευτικό χώρο από κάτω
    They placed a beautiful settle by the fireplace in their cottage.