ρήμα “settle”
απαρέμφατο settle; αυτός settles; αόριστος settled; μετοχή αορ. settled; μετοχή ενεστ. settling
- διευθετώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After talking to each other, we managed to settle the argument.
- διακανονίζω (στο δίκαιο, να ολοκληρωθεί μια αγωγή με συμφωνία των μερών)
The company decided to settle rather than go to trial.
- οριστικοποιώ
Let's settle the details of the trip before we book the tickets.
- εγκαθίσταμαι (σε μόνιμη βάση)
Many people settled in the west during the Gold Rush.
- βολεύομαι
After the long day, they settled into their new sofa.
- εξοφλώ
He settled his outstanding credit card balance.
- σταματώ
The bird settled on the branch.
- κατακάθομαι
The sand settled at the bottom of the aquarium.
ουσιαστικό “settle”
ενικός settle, πληθυντικός settles
- ξύλινος πάγκος με μπράτσα, ψηλή πλάτη και αποθηκευτικό χώρο από κάτω
They placed a beautiful settle by the fireplace in their cottage.