·

log (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “log”

ενικός log, πληθυντικός logs ή μη μετρήσιμο
  1. κορμός
    After the trees were cut down, all that remained was a pile of logs.
  2. λεπτομερές ημερολόγιο
    After every call, the customer service representative updates the log with details of the conversation.
  3. πλοίου ή αεροσκάφους ημερολόγιο
    The captain diligently recorded the day's events and navigational details in the ship's log every evening.
  4. λογάριθμος
    To solve the equation, first find the log of each side.

ρήμα “log”

απαρέμφατο log; αυτός logs; αόριστος logged; μετοχή αορ. logged; μετοχή ενεστ. logging
  1. κόβω δέντρα
    The company logged hundreds of trees to clear land for the new highway.
  2. καταγράφω
    Every day, she logs her meals and exercises in a health app.
  3. καταχωρώ στοιχεία σε ημερολόγιο πλοίου ή αεροσκάφους
    After each voyage, the captain logged the distance sailed in the ship's logbook.
  4. καλύπτω απόσταση που καταγράφεται σε ημερολόγιο
    The captain logged 300 miles on the ship's journey across the sea.