επίθετο “first”
βασική μορφή first, μη βαθμ.
- πρώτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My first attempt at baking a cake was a complete disaster.
- πρώτος (σε σημασία σημαντικότητας ή ιεραρχίας)
In her field, she is regarded as the first authority on genetic research.
- πρώτος (σε σχέση με την υψηλότερη τάξη σε μια χώρα)
The first lady of the country is the wife of the president.
επίρρημα “first”
- πρώτα
First, let's go over the safety procedures before we start the experiment.
- πρώτα (στην αρχή ή ως νέο γεγονός)
She first met her future husband at a friend's wedding.
ουσιαστικό “first”
ενικός first, πληθυντικός firsts ή μη μετρήσιμο
- ο πρώτος
She was the first in the race.
- πρώτη ταχύτητα
After starting the car, make sure it's in first before you pull away from the curb.
- πρεμιέρα (σε περίπτωση που αναφέρεται σε γεγονός ή περίσταση)
His invention was a first in the field of renewable energy technology.