·

first (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό

επίθετο “first”

βασική μορφή first, μη βαθμ.
  1. πρώτος
    My first attempt at baking a cake was a complete disaster.
  2. πρώτος (σε σημασία σημαντικότητας ή ιεραρχίας)
    In her field, she is regarded as the first authority on genetic research.
  3. πρώτος (σε σχέση με την υψηλότερη τάξη σε μια χώρα)
    The first lady of the country is the wife of the president.

επίρρημα “first”

first (more/most)
  1. πρώτα
    First, let's go over the safety procedures before we start the experiment.
  2. πρώτα (στην αρχή ή ως νέο γεγονός)
    She first met her future husband at a friend's wedding.

ουσιαστικό “first”

ενικός first, πληθυντικός firsts ή μη μετρήσιμο
  1. ο πρώτος
    She was the first in the race.
  2. πρώτη ταχύτητα
    After starting the car, make sure it's in first before you pull away from the curb.
  3. πρεμιέρα (σε περίπτωση που αναφέρεται σε γεγονός ή περίσταση)
    His invention was a first in the field of renewable energy technology.