·

manufactured (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
manufacture (ρήμα)

επίθετο “manufactured”

βασική μορφή manufactured (more/most)
  1. κατασκευασμένος
    The manufactured parts were assembled into a final product.
  2. κατασκευασμένος (όχι αυθεντικός)
    The excitement over the new movie felt manufactured.