·

sport (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “sport”

ενικός sport, πληθυντικός sports ή μη μετρήσιμο
  1. αθλητισμός
    He enjoys watching sport on television, especially football and tennis.
  2. άθλημα
    Basketball is her favorite sport to play with friends on weekends.
  3. κάποιος που συμπεριφέρεται καλά σε μια δύσκολη κατάσταση, ειδικά μετά από ήττα ή πείραγμα
    Even though he lost the game, he was a good sport and congratulated the winner.
  4. φιλαράκο (χρησιμοποιείται ως φιλικός τρόπος προσφώνησης κάποιου, ειδικά αγοριού ή άνδρα)
    Hey sport, can you give me a hand with these boxes?
  5. (στη βιολογία) ένα ζώο ή φυτό που διαφέρει από άλλα του είδους του λόγω γενετικής μετάλλαξης
    The gardener noticed a sport among the roses with unique coloring not seen in the usual varieties.

ρήμα “sport”

απαρέμφατο sport; αυτός sports; αόριστος sported; μετοχή αορ. sported; μετοχή ενεστ. sporting
  1. επιδεικνύω (με υπερηφάνεια)
    She was sporting a stylish new hat at the festival, turning heads as she walked by.
  2. (στη βιολογία, για έναν οργανισμό) να αναπτύξει μια μετάλλαξη ή παραλλαγή
    The butterfly sometimes sports different wing patterns due to genetic changes in its development.