·

activity-based (EN)
επίθετο

επίθετο “activity-based”

βασική μορφή activity-based (more/most)
  1. με βάση δραστηριότητες ή καθήκοντα
    The school introduced an activity-based curriculum to enhance student engagement.
  2. (στη λογιστική) που σχετίζεται με μια μέθοδο κοστολόγησης που κατανέμει τα γενικά έξοδα σε προϊόντα ή υπηρεσίες με βάση τις δραστηριότητες που περιλαμβάνουν.
    The company switched to activity-based costing to better understand its expenses.