·

father (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Father (Κύριο Όνομα, ουσιαστικό)

ουσιαστικό “father”

ενικός father, πληθυντικός fathers
  1. πατέρας
    My father taught me how to ride a bike.
  2. ιδρυτής
    Steve Jobs is often called the father of the smartphone.

ρήμα “father”

απαρέμφατο father; αυτός fathers; αόριστος fathered; μετοχή αορ. fathered; μετοχή ενεστ. fathering
  1. αποκτώ παιδί
    He fathered three children before he turned thirty.
  2. επινοώ
    He fathered a revolutionary method for teaching math to young children.