Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Father (Κύριο Όνομα, ουσιαστικό) ουσιαστικό “father”
ενικός father, πληθυντικός fathers
- πατέρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My father taught me how to ride a bike.
- ιδρυτής
Steve Jobs is often called the father of the smartphone.
ρήμα “father”
απαρέμφατο father; αυτός fathers; αόριστος fathered; μετοχή αορ. fathered; μετοχή ενεστ. fathering
- αποκτώ παιδί
He fathered three children before he turned thirty.
- επινοώ
He fathered a revolutionary method for teaching math to young children.