·

bee (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “bee”

ενικός bee, πληθυντικός bees
  1. μέλισσα
    A bee landed on the flower to collect nectar.
  2. διαγωνισμός (συνήθως αναφέρεται σε διαγωνισμό ορθογραφίας)
    The school held a math bee to see who could solve equations the fastest.
  3. κοινωνική εκδήλωση (όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να εργαστούν σε κοινή εργασία)
    The entire neighborhood came together for a sewing bee.
  4. το όνομα του γράμματος Β
    The word "bad" is spelled "bee-ay-dee"