ουσιαστικό “bee”
ενικός bee, πληθυντικός bees
- μέλισσα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
A bee landed on the flower to collect nectar.
- διαγωνισμός (συνήθως αναφέρεται σε διαγωνισμό ορθογραφίας)
The school held a math bee to see who could solve equations the fastest.
- κοινωνική εκδήλωση (όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να εργαστούν σε κοινή εργασία)
The entire neighborhood came together for a sewing bee.
- το όνομα του γράμματος Β
The word "bad" is spelled "bee-ay-dee"