ρήμα “write”
απαρέμφατο write; αυτός writes; αόριστος wrote; μετοχή αορ. written; μετοχή ενεστ. writing
- γράφω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She writes a letter to her friend every month.
- συγγράφω
She wrote a captivating novel that became a bestseller.
- αποστέλλω γραπτό μήνυμα
She wrote him every day while he was overseas.
- ασχολούμαι με τη συγγραφή
She writes novels in her spare time.
- αποθηκεύω δεδομένα
The program is designed to write data to the external hard drive as a backup.
- εκδίδω (στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συμβολαίων)
John decided to write a call option on his stocks to earn some extra income.
ουσιαστικό “write”
ενικός write, πληθυντικός writes ή μη μετρήσιμο
- αποθήκευση δεδομένων
The software update increased the number of writes per second.