·

forecasting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
forecast (ρήμα)

ουσιαστικό “forecasting”

ενικός forecasting, μη μετρήσιμο
  1. πρόβλεψη (η επιστήμη ή διαδικασία πρόβλεψης μελλοντικών γεγονότων)
    The company's success is due in part to careful forecasting.