·

vowel (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “vowel”

ενικός vowel, πληθυντικός vowels
  1. φωνήεν
    The word "apple" begins with the vowel [æ].
  2. ένα γραπτό σύμβολο a, e, i, o, u στην αγγλική ορθογραφία
    In the word "education," there are five vowels.