ουσιαστικό “haven”
ενικός haven, πληθυντικός havens
- καταφύγιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city served as a haven for those escaping persecution.
- λιμάνι (παλαιότερη χρήση)
The sailors were relieved to find a haven before the storm hit.