·

haven (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “haven”

ενικός haven, πληθυντικός havens
  1. καταφύγιο
    The city served as a haven for those escaping persecution.
  2. λιμάνι (παλαιότερη χρήση)
    The sailors were relieved to find a haven before the storm hit.