επίθετο “infamous”
βασική μορφή infamous (more/most)
- διαβόητος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The infamous pirate Blackbeard was feared across the seas for his ruthless attacks.