·

pencil (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “pencil”

ενικός pencil, πληθυντικός pencils
  1. μολύβι
    She drew a beautiful landscape using only a pencil.
  2. δέσμη (στην οπτική, μια δέσμη ή συλλογή ακτίνων φωτός που συγκλίνουν σε ή αποκλίνουν από ένα σημείο)
    The scientist observed a pencil of light emerging from the prism.
  3. δέσμη (στη γεωμετρία, μια οικογένεια γεωμετρικών αντικειμένων που μοιράζονται μια κοινή ιδιότητα, όπως ευθείες που περνούν από ένα μόνο σημείο)
    In mathematics class, we studied the pencil of lines that pass through a single point.

ρήμα “pencil”

απαρέμφατο pencil; αυτός pencils; αόριστος penciled us, pencilled uk; μετοχή αορ. penciled us, pencilled uk; μετοχή ενεστ. penciling us, pencilling uk
  1. γράφω ή σχεδιάζω με μολύβι
    She penciled a quick note in her journal before leaving.